- κλοκμανίτης
- ο(ορυκτ.) σπάνιο σεληνιούχο ορυκτό τού χαλκού με τεφρό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γερμ. Klockmannite, από το όν. τού Γερμανού μεταλλειολόγου Friedrich Klockmann, + κατάλ. -it (πρβλ. -ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.